- στερροποιῶ
- στερροποιέωhardenpres subj act 1st sg (attic epic doric)στερροποιέωhardenpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στερροποιώ — έω, Α βλ. στερεοποιώ … Dictionary of Greek
στερεοποιώ — στερεοποιῶ, έω, ΝΜΑ, και στερροποιῶ Α καθιστώ κάτι στερεό, σκληρό νεοελλ. μεταβάλλω υγρό ή αέριο σώμα σε στερεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός / στερρός + ποιῶ (< ποιός < ποιῶ)] … Dictionary of Greek